Στις 30 Ιανουαρίου,
κάθε χρόνο, γιορτάζουμε τη μνήμη των Τριών Ιεραρχών.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία τους
ονόμασε αγίους και γιορτάζουν ο καθένας ξεχωριστά. Αλλά επειδή
δημιουργήθηκε μια διαφωνία μεταξύ των χριστιανών για το ποιος από τους
τρεις πρόσφερε τα περισσότερα, αποφασίστηκε και καθιερώθηκε να υπάρχει και για τους τρεις μια κοινή γιορτή στις 30
Ιανουαρίου κάθε έτους. Επίσης η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου
Αθηνών καθιέρωσε από το Ακαδημαϊκό έτος 1843-44 την γιορτή των Τριών
Ιεραρχών και μεγάλων Οικουμενικών Διδασκάλων ως γιορτή και των Ελληνικών
Γραμμάτων.
Η γιορτή τους είναι γιορτή της παιδείας και των γραμμάτων, γιορτή των δασκάλων και των μαθητών.
Είναι γορτή τόσο Σχολική όσο και Χριστιανική.
Σχολική είναι, γιατί οι Τρεις Ιεράρχες, ήταν άνθρωποι μορφωμένοι, σοφοί δάσκαλοι, φημισμένοι ρήτορες και συγγραφείς. Πρόσφεραν πάρα πολλά στα γράμματα, διαθέτοντας ολόκληρη την περιουσία τους.
Χριστιανική είναι, γιατί και οι τρεις ήταν ευσεβείς Ιεράρχες, επιφανείς θεολόγοι, με κοινωνική προσφορά και φιλανθρωπικό έργο, που διέθεσαν τη ζωή τους στην πίστη τους για το Χριστό.
Μελέτησαν τους αρχαίους κλασικούς συγγραφείς και φιλοσόφους, και κατόρθωσαν να συμφιλιώσουν το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα με την Χριστιανική Πίστη. Απέρριψαν τα ειδωλολατρικά στοιχεία και κράτησαν τις αρχές της διαλεκτικής σκέψης της ελληνικής παιδείας, ακολουθώντας τη συμβουλή του Αποστόλου Παύλου «να δοκιμάζουμε τα πάντα αλλά να κρατάμε το καλό».
Έστησαν έτσι γέφυρες ανάμεσα στο κλασικό και το σύγχρονο, ανάμεσα στη γνώση και την αρετή, ανάμεσα στην αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας και την πραγματική αλήθεια της αγάπης, ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη, τον Ελληνισμό και το Χριστιανισμό.
Δικαιολογημένα η εποχή τους ονομάστηκε: «Χρυσός Αιώνας της Εκκλησίας».
Το έργο των Τριών Ιεραρχών είναι πολύ μεγάλο. Όλοι οι φτωχοί, οι άρρωστοι, τα ορφανά και οι ηλικιωμένοι έβρισκαν καταφύγιο κοντά τους. Η μεγάλη τους καρδιά και η χριστιανική ψυχή τους γίνονταν στέγη για όσους είχαν ανάγκη.
Ήταν τόση η καλοσύνη και η φιλανθρωπία τους, που δεν υπολόγησαν τα πλούτη και τα χρήματά τους. Τίποτα δεν κράτησαν για τον εαυτό τους. Όλα τα υπάρχοντά τους τα διέθεσαν για να δώσουν χαρά στους συνάνθρωπούς τους.
Πολλές φορές οι Ιεράρχες με τα ίδια τους τα χέρια, έδεναν τις πληγές των αρρώστων. Τίποτε δεν τους φόβιζε. Ακόμη και τους λεπρούς περιποιούνταν.
Οι Τρεις Ιεράρχες ήταν και ιεραπόστολοι. Δίδασκαν τη Χριστιανική θρησκεία και το Λόγο του Θεού με πάθος, γεγονός που σε συνδιασμό με τη μεγάλη τους μόρφωση, τους έφερε αντιμέτωπους και εχθρούς με βασιλιάδες και άρχοντες.
Δίκαια, λοιπόν, ονομάστηκαν Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας και Προστάτες των Γραμμάτων και των Σχολείων.
Ο Μέγας Βασίλειος όταν έγινε 20 χρονών ήρθε στην
Αθήνα, όπου δίδασκαν διαπρεπείς Διδάσκαλοι τα Ελληνικά Γράμματα. Όπως
είναι γνωστό, στην Αθήνα έμεινε τέσσερα χρόνια και σπούδασε Ελληνική
Φιλολογία, Φιλοσοφία, Ρητορική, Γεωμετρία, Αστρονομία και Ιατρική. Το
356 επέστρεψε στην πατρίδα του (Καισάρεια της Καππαδοκίας) και εξάσκησε
για λίγο το επάγγελμα του Δικηγόρου. Έπειτα επισκέφτηκε την Αίγυπτο, τη
Συρία, την Παλαιστίνη, την Μεσοποταμία. Αργότερα πήγε στον Πόντο, όπου
συναντήθηκε και πάλι με τον αδελφικό του φίλο Γρηγόριο τον Θεολόγο. Εκεί
συνέταξαν Ανθολογία από τα έργα του Ωριγένη με τον τίτλο Φιλοκαλία και
ασχολήθηκαν με μοναχικά συγγράμματα.
Το 362 ο Μέγας Βασίλειος επέστρεψε στην Καισάρεια και χειροτονήθηκε διάκονος, ενώ όταν πέθανε ο Επίσκοπος της περιοχής, ανέλαβε τα υψηλά καθήκοντα του Επισκόπου. Προσπαθούσε πάντα να ανακουφίζει τους φτωχούς, να παρηγορεί τους δυστυχισμένους και να προστατεύει τα ορφανά. Μοίρασε τα χρήματά του σε όσους είχαν ανάγκη και φρόντισε να χτιστούν Νοσοκομεία, Φτωχοκομεία, Ορφανοτροφεία και Γηροκομεία. Τα ιερά κηρύγματά του τα παρακολουθούσαν με κατάνυξη χιλιάδες πιστών, που έτρεχαν να τον ακούσουν από διάφορα μέρη.
Με τα αξιοθαύμαστα κηρύγματα και τα καταπληκτικά συγγράμματα καταπολέμησε τον Αρειανισμό. Ο Αρειανισμός ήταν αίρεση θρησκευτική του Αρείου, πρεσβύτερου στην Αλεξάνδρεια. Δίδασκε ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός, ομοούσιος με τον Πατέρα, αλλά κτίσμα του Θεού. Ο Επίσκοπος της Αλεξάνδρειας Αλέξανδρος μάταια προσπάθησε να τον μεταπείσει, γι’ αυτό το 321 συγκάλεσε Σύνοδο στην Αλεξάνδρεια και μάλιστα καθαίρεσε τον Άρειο και τον εξόρισε. Όμως η αναστάτωση συνεχιζόταν και ο Αυτοκράτορας Κων/νος συγκάλεσε την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325, όπου πήραν μέρος 318 Πατέρες με «στύλο Ορθοδοξίας» τον Μ. Αθανάσιο. Η Σύνοδος καταδίκασε και εξόρισε τον Άρειο και συνέταξε τα 7 πρώτα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως, από τα οποία το δεύτερο αποτελεί την ουσία της θέσεως της Ορθοδξίας ως προς την αίρεση του Αρείου: «Φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν, εκ Θεού Αληθινού γεννηθέντα, ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί δι’ ου τα πάντα εγένετο». Στην εξάπλωση του Αρειανισμού τέθηκε τέρμα με τη Β’ Οικουμενική Σύνοδο στην Κων/πολη το 381, η οποία καταδίκασε όλες τις αιρέσεις και συμπλήρωσε με τα επόμενα 5 άρθρα το Σύμβολο της Πίστεως.
Ο Μέγας Βασίλειος εκτός από τις δογματικές πραγματείες έγραψε και τα Ασκητικά, που είναι συλλογή πραγματειών για τη μοναχική ζωή, οι οποίες και σήμερα ρυθμίζουν τη ζωή των μοναχών της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ιδιαίτερα αξιόλογη είναι και η πραγματεία του «Προς τους νέους» για το πώς θα ωφελούνται από τα Ελληνικά Γράμματα. Ο Μέγας Βασίλειος είναι ο κατ’ εξοχήν φιλάνθρωπος Ιεράρχης, γι’ αυτό ακόμα και σήμερα στη λαϊκή και κυρίως στην παιδική φαντασία θεωρείται ο φορέας των δώρων της Πρωτοχρονιάς, ο γνωστός «Αϊ-Βασίλης».
Επίσης ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ήταν από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους Ιεράρχες της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Σπούδασε στις ξακουστές Φιλοσοφικές Σχολές της Καισάρειας, της Παλαιστίνης, της Αλεξάνδρειας (Αιγύπτου) και της Αθήνας. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος το 379 κατά παράκληση των ορθοδόξων της Κων/πολης ανέλαβε τον αγώνα κατά των αρειανών που συνέχιζαν την αναστάτωση στην Εκκλησία. Στην Κων/πολη φαίνεται ότι εκφώνησε τους πέντε Θεολογικούς Λόγους, που του έδωσαν το όνομα «Θεολόγος». Μάλιστα, το 380 ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Μέγας τον ανακήρυξε Πατριάρχη Κων/πολης.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ακολούθησε θεολογικές σπουδές στην Θεολογική Σχολή της Αντιόχειας και διετέλεσε 12 χρόνια ιεροκήρυκας με πλούσια κοινωνική δράση. Μετά το θάνατο του Πατριάρχη Κων/πολης Νεκταρίου (397), χειροτονήθηκε ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ο νέος Ιεράρχης επιδόθηκε με ζήλο στο πολύπλευρο έργο του, το οποίο περιλάμβανε ιεραποστολική δράση, διοργάνωση της κοινωνικής πρόνοιας, αναμόρφωση της λατρευτικής ζωής, καυτηρίαση των καταχρήσεων και των παρεκτροπών του κλήρου και αγώνα κάθαρσης της Εκκλησίας. Όμως το πολύπλευρο αυτό έργο του δημιούργησε πολλούς εχθρούς και δυστυχώς καθαιρέθηκε και εξορίστηκε.
Τα πολυάριθμα έργα του Ιωάννη του Χρυσόστομου διακρίνονται για τη λιτότητα του ύφους και είναι: α) Πραγματείες β) Ομιλίες και Λόγοι γ) Επιστολές και δ) Λειτουργικά. Δίκαια λοιπόν οι Τρεις Ιεράρχες τιμώνται ως προστάτες της Ελληνικής Παιδείας και των Γραμμάτων και εμείς «Τους Τρεις μεγίστους φωστήρας… ύμνοις τιμήσωμεν, αυτοί γαρ τη Τριάδι υπέρ ημών αεί πρεσβεύουσι».
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΜΠΙΓΓΟΣ
Το 362 ο Μέγας Βασίλειος επέστρεψε στην Καισάρεια και χειροτονήθηκε διάκονος, ενώ όταν πέθανε ο Επίσκοπος της περιοχής, ανέλαβε τα υψηλά καθήκοντα του Επισκόπου. Προσπαθούσε πάντα να ανακουφίζει τους φτωχούς, να παρηγορεί τους δυστυχισμένους και να προστατεύει τα ορφανά. Μοίρασε τα χρήματά του σε όσους είχαν ανάγκη και φρόντισε να χτιστούν Νοσοκομεία, Φτωχοκομεία, Ορφανοτροφεία και Γηροκομεία. Τα ιερά κηρύγματά του τα παρακολουθούσαν με κατάνυξη χιλιάδες πιστών, που έτρεχαν να τον ακούσουν από διάφορα μέρη.
Με τα αξιοθαύμαστα κηρύγματα και τα καταπληκτικά συγγράμματα καταπολέμησε τον Αρειανισμό. Ο Αρειανισμός ήταν αίρεση θρησκευτική του Αρείου, πρεσβύτερου στην Αλεξάνδρεια. Δίδασκε ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός, ομοούσιος με τον Πατέρα, αλλά κτίσμα του Θεού. Ο Επίσκοπος της Αλεξάνδρειας Αλέξανδρος μάταια προσπάθησε να τον μεταπείσει, γι’ αυτό το 321 συγκάλεσε Σύνοδο στην Αλεξάνδρεια και μάλιστα καθαίρεσε τον Άρειο και τον εξόρισε. Όμως η αναστάτωση συνεχιζόταν και ο Αυτοκράτορας Κων/νος συγκάλεσε την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325, όπου πήραν μέρος 318 Πατέρες με «στύλο Ορθοδοξίας» τον Μ. Αθανάσιο. Η Σύνοδος καταδίκασε και εξόρισε τον Άρειο και συνέταξε τα 7 πρώτα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως, από τα οποία το δεύτερο αποτελεί την ουσία της θέσεως της Ορθοδξίας ως προς την αίρεση του Αρείου: «Φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν, εκ Θεού Αληθινού γεννηθέντα, ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί δι’ ου τα πάντα εγένετο». Στην εξάπλωση του Αρειανισμού τέθηκε τέρμα με τη Β’ Οικουμενική Σύνοδο στην Κων/πολη το 381, η οποία καταδίκασε όλες τις αιρέσεις και συμπλήρωσε με τα επόμενα 5 άρθρα το Σύμβολο της Πίστεως.
Ο Μέγας Βασίλειος εκτός από τις δογματικές πραγματείες έγραψε και τα Ασκητικά, που είναι συλλογή πραγματειών για τη μοναχική ζωή, οι οποίες και σήμερα ρυθμίζουν τη ζωή των μοναχών της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ιδιαίτερα αξιόλογη είναι και η πραγματεία του «Προς τους νέους» για το πώς θα ωφελούνται από τα Ελληνικά Γράμματα. Ο Μέγας Βασίλειος είναι ο κατ’ εξοχήν φιλάνθρωπος Ιεράρχης, γι’ αυτό ακόμα και σήμερα στη λαϊκή και κυρίως στην παιδική φαντασία θεωρείται ο φορέας των δώρων της Πρωτοχρονιάς, ο γνωστός «Αϊ-Βασίλης».
Επίσης ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ήταν από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους Ιεράρχες της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Σπούδασε στις ξακουστές Φιλοσοφικές Σχολές της Καισάρειας, της Παλαιστίνης, της Αλεξάνδρειας (Αιγύπτου) και της Αθήνας. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος το 379 κατά παράκληση των ορθοδόξων της Κων/πολης ανέλαβε τον αγώνα κατά των αρειανών που συνέχιζαν την αναστάτωση στην Εκκλησία. Στην Κων/πολη φαίνεται ότι εκφώνησε τους πέντε Θεολογικούς Λόγους, που του έδωσαν το όνομα «Θεολόγος». Μάλιστα, το 380 ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Μέγας τον ανακήρυξε Πατριάρχη Κων/πολης.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ακολούθησε θεολογικές σπουδές στην Θεολογική Σχολή της Αντιόχειας και διετέλεσε 12 χρόνια ιεροκήρυκας με πλούσια κοινωνική δράση. Μετά το θάνατο του Πατριάρχη Κων/πολης Νεκταρίου (397), χειροτονήθηκε ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ο νέος Ιεράρχης επιδόθηκε με ζήλο στο πολύπλευρο έργο του, το οποίο περιλάμβανε ιεραποστολική δράση, διοργάνωση της κοινωνικής πρόνοιας, αναμόρφωση της λατρευτικής ζωής, καυτηρίαση των καταχρήσεων και των παρεκτροπών του κλήρου και αγώνα κάθαρσης της Εκκλησίας. Όμως το πολύπλευρο αυτό έργο του δημιούργησε πολλούς εχθρούς και δυστυχώς καθαιρέθηκε και εξορίστηκε.
Τα πολυάριθμα έργα του Ιωάννη του Χρυσόστομου διακρίνονται για τη λιτότητα του ύφους και είναι: α) Πραγματείες β) Ομιλίες και Λόγοι γ) Επιστολές και δ) Λειτουργικά. Δίκαια λοιπόν οι Τρεις Ιεράρχες τιμώνται ως προστάτες της Ελληνικής Παιδείας και των Γραμμάτων και εμείς «Τους Τρεις μεγίστους φωστήρας… ύμνοις τιμήσωμεν, αυτοί γαρ τη Τριάδι υπέρ ημών αεί πρεσβεύουσι».
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΜΠΙΓΓΟΣ