Ὁ ἥλιος ἀκόμα δὲν εἶχε βγῆ καὶ τὰ παιδιὰ εἶχαν μαζευθῆ στὸ
σχολεῖο. Ἡ Σοφία, ἡ Νίνα, ὁ Κοσμᾶς, ὅλοι μὲ τὰ σακκουλάκια στὸ χέρι.
– Ὅποιος ἀργήσῃ, δὲν θὰ τὸν πάρωμε, εἶχαν συμφωνήσει. ποιός θ’ ἀργοῦσε; Τόσες ἡμέρες ἐμελετοῦσαν μιὰ τέτοια ἐκδρομὴ
καὶ τώρα θὰ τὴν ἔχαναν;
Ὁ Δῆμος, ἂν καὶ ἀγαποῦσε τὸν ὕπνο, ὅμως στὸ ξεκίνημα παρουσιάσθηκε
ἀπὸ τοὺς πρώτους. Ἡ μητέρα τὸν εἶχεν ἐφοδιάσει μὲ ἀρκετὸ ψωμί, μὲ κεφτέδες, μὲ
βραστὰ αὐγά, μὲ κασέρι.
– Εἶναι πολλά, δὲν τὰ θέλω, ἔλεγεν ὁ Δῆμος.
Μὰ ἡ μητέρα τὸν παρεκίνησε νὰ τὰ πάρῃ.
– Στὴν ἐξοχή, παιδί μου, ἡ ὄρεξις ἀνοίγει. Ἔπειτα θὰ
βρεθῇ καὶ κανένας μαθητής, ποὺ θὰ τύχῃ νὰ μὴν ἔχῃ καὶ τοῦ δίνεις.
Ἐξεκίνησαν τραγουδῶντας. Στὴν πρωινὴ ἡσυχία, τὸ τραγούδι ἀκουόταν
μακριά. Ἐξύπνησεν ὅλο τὸ χωριό. Πιὸ κάτω ἄρχισαν νὰ τραγουδοῦν καὶ τὰ πουλάκια.
Ὅσο ἐξεμάκρυναν τόσο καὶ ἡ ἐξοχὴ ἐγινόταν ὡραιότερη. Ἔφυσοῦσε
δροσερὸ ἀεράκι γεμᾶτο ἀπὸ λογιῶν λογιῶν μυρωδιές. Ὅλος ὁ τόπος ἦταν κατάφυτος ἀπὸ
μυρωμένα λουλούδια καὶ ἀνθο στόλιστα δένδρα. Ἀρνάκια ἐβέλαζαν καὶ κατσικάκια ἐβοσκοῦσαν
στὶς πλαγιές. Τὰ παιδάκια δὲν ἤξεραν τί νὰ πρωτοθαυμάσουν. Πιὸ κάτω ἐθυμήθηκαν
τὸ τραγούδι γιὰ τὸν Μάη καὶ ἄρχισαν νὰ τὸ τραγουδοῦν.